εξαεδρικός

εξαεδρικός
-ή, -ό
που αναφέρεται στο εξάεδρο (βλ. λ.), που έχει σχήμα εξάεδρου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξαεδρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο εξάεδρο ή έχει σχήμα εξαέδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξάεδρο(ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Κωνστ. Μητσόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”